μεταγενέστερα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταγενέστερα < μεταγενέστερος < μεταγενής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταφράσεις
μεταγενέστερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μεταγενέστερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεταγενέστερος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.