σκοτεινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκοτεινός | η | σκοτεινή | το | σκοτεινό |
| γενική | του | σκοτεινού | της | σκοτεινής | του | σκοτεινού |
| αιτιατική | τον | σκοτεινό | τη | σκοτεινή | το | σκοτεινό |
| κλητική | σκοτεινέ | σκοτεινή | σκοτεινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκοτεινοί | οι | σκοτεινές | τα | σκοτεινά |
| γενική | των | σκοτεινών | των | σκοτεινών | των | σκοτεινών |
| αιτιατική | τους | σκοτεινούς | τις | σκοτεινές | τα | σκοτεινά |
| κλητική | σκοτεινοί | σκοτεινές | σκοτεινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκοτεινός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκοτεινός [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sko.tiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐τει‐νός
Επίθετο
σκοτεινός, -ή, -ό
- που δε φωτίζεται
- (για χρώμα) χωρίς λάμψη
- (μεταφορικά) μυστηριώδης, περίπλοκος
- (μεταφορικά) χωρίς σαφήνεια
- (μεταφορικά) που έχει κακία ή δόλο
- ↪ σκοτεινές σχέσεις / συναλλαγές / επαφές
- (μεταφορικά) αβέβαιος, ζοφερός, δυσοίωνος
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
σκοτειν-
σκοτειν-
με σκοτειν-
- αποσκότεινα (επίρρημα)
- αποσκοτεινιασμένος
- ασκοτείνιαστα (επίρρημα)
- ασκοτείνιαστος
- βαθιοσκότεινος
- ερημοσκότεινος
- θαμποσκότεινος
- θεοσκότεινα (επίρρημα)
- θεοσκότεινος
- κατασκότεινα (επίρρημα)
- κατασκότεινος
- μαυροσκότεινος
- μισοσκότεινα (επίρρημα)
- μισοσκότεινος
- ολοσκότεινα (επίρρημα)
- ολοσκότεινος / ολοσκοτεινός
- παρασκοτεινιάζω
- πολυσκοτεινιασμένος
- σκοτεινά (επίρρημα)
- σκοτεινάγρα
- σκοτεινάδα
- σκοτεινιά
- σκοτεινιάζω
- σκοτεινοπράσινος
- σκοτείνιασμα
- σκοτεινιασμένος
- σκοτεινότητα
- σκοτεινούτσικα (επίρρημα)
- σκοτεινούτσικος, σκοτεινούτσικια
- σκοτεινοχαράζω
- σκοτεινοχάραμα
- σκοτεινόψυχος
- υποσκότεινα (επίρρημα)
- υποσκότεινος
- Λέξεις με σκοτειν- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
→ και δείτε τη λέξη σκότος για θέματα με σκοτα-, σκοτι-
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σκοτεινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σκοτεινός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκοτεινός
Συνώνυμα
Συγγενικά
με σκοτειν-
ετυμολογικό πεδίο
σκοτειν-
σκοτειν-
- σκοτεινά (επίρρημα)
- σκοτεινάδα
- σκοτεινάγρα
- σκοτειναῖος
- σκοτεινιάζω, σκοτειγνιάζω
- σκοτεινίζω
- σκοτεινοαραχνιάζω, σκοτεινοραχνιάζω
- σκοτεινόδειπνος
- σκοτεινοειδής
- σκοτεινολογία
- σκοτεινόμορφος
- σκοτεινόνους
- σκοτεινόπεπλος
- σκοτεινοπερπατοῦσα
- σκοτεινοπλοκῶ, κλίση -έω
- σκοτεινοπρόσωπος
- σκοτεινότης
- σκοτεινοφόρος
- σκοτεινόφρων
- σκοτεινοχαρής
- σκοτεινόχροος
- σκοτεινώδης
- σκοτεινωπός
με σκοτα-, σκοτι-
- → δείτε τη λέξη σκότος
Πηγές
- σελ.299, 300, 301, Τόμος 20 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
σκοτεινός, -ή, -όν
- σκοτεινός
- σκούρος, σκιερός
- (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος) Ξενοφώντας
- τά γοῦν κοῖλα καί τά ὑψηλά και τά σκοτεινά καί τά φωτεινά καί τά σκληρά...σώματα διά τῶν χρωμάτων ἀπεικάζοντες ἐκμιμεῖσθε
- ...οι σκιές, τα σκούρα <σε μια ζωγραφιά>
- τά γοῦν κοῖλα καί τά ὑψηλά και τά σκοτεινά καί τά φωτεινά καί τά σκληρά...σώματα διά τῶν χρωμάτων ἀπεικάζοντες ἐκμιμεῖσθε
- (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος) Ξενοφώντας
- ασαφής, δυσνόητος
- απομονωμένος, δυσπρόσιτος, προστατευμένος στο σκοτάδι, ίσως επειδή θέλει κάτι να κρύψει ή και όχι
- ↪ σκοτεινὸν ζῆν (που περιφρουρεί την ιδιωτική του ζωή περισσότερο από το μέσο όρο)
- τυφλός
- ↪ σκοτεινόν ὄμμα
- πιθανόν επικίνδυνος
- ↪ τόπος σκοτεινός και δυσδιερεύνητος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σκότος για θέματα με σκοτα-, σκοτι-
Πηγές
- σκοτεινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκοτεινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.