σκηνή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκηνή οι σκηνές
      γενική της σκηνής των σκηνών
    αιτιατική τη σκηνή τις σκηνές
     κλητική σκηνή σκηνές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια σκηνή στημένη στο ύπαιρθο.
Ορχήστρα πάνω σε σκηνή.
Αστυνομικοί επιθεωρούν τη σκηνή ενός εγκλήματος.

Ετυμολογία

σκηνή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκηνή

Προφορά

ΔΦΑ : /sciˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκηνή
ομόηχο: σκοινί

Ουσιαστικό

σκηνή θηλυκό

  1. κατασκευή από ύφασμα με εύκαμπτο ή άκαμπτο σκελετό που συναρμολογείται στην ύπαιθρο για να χρησιμεύσει ως πρόχειρο κατάλυμα
  2. (στο θέατρο)
    1. (θέατρο) ορθογώνια κατασκευή πίσω από την ορχήστρα ενός αρχαίου θέατρου και απέναντι από το κοίλον
    2. (θέατρο) υπερυψωμένη συνήθως κατασκευή μπροστά από την πλατεία ενός σύγχρονου θέατρου, πάνω στην οποία εμφανίζονται οι ηθοποιοί
    3. (θέατρο) τμήμα ενός θεατρικού έργου, υποδιαίρεση του επεισοδίου στο αρχαίο δράμα ή της πράξης στο νεότερο θέατρο· η αλλαγή σκηνής σηματοδοτείται από την είσοδο ή την έξοδο ενός θεατρικού ήρωα
    4. (γενικότερα) τμήμα ή απόσπασμα ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ή λογοτεχνικού έργου
      οι πολεμικές σκηνές, η σκηνή του αποχαιρετισμού
    5. (θέατρο) το σκηνικό μιας παράστασης
    6. λέξη που περιλαμβάνεται στην ονομασία ενός θεατρικού οργανισμού ή τμήμα ενός ευρύτερου θεατρικού οργανισμού
      η Εθνική Λυρική Σκηνή, η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
    7. (θέατρο) το θέατρο γενικότερα
      Ανέβηκε στη σκηνή για πρώτη φορά στα δεκαοχτώ του.
  3. (μεταφορικά)
    1. ένα περιστατικό
      Δύο άτομα πάλευαν μέσα στο δρόμο και οι περαστικοί παρακολουθούσαν τη σκηνή άφωνοι.
    2. ο τόπος όπου συνέβη ένα περιστατικό
      Η αστυνομία έφτασε στη σκηνή του εγκλήματος.

Εκφράσεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
σκην- 

και

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκηνή αἱ σκηναί
      γενική τῆς σκηνῆς τῶν σκηνῶν
      δοτική τῇ σκην ταῖς σκηναῖς
    αιτιατική τὴν σκηνήν τὰς σκηνᾱ́ς
     κλητική ! σκηνή σκηναί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκηνᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  σκηναῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
σκην- 

παράγωγα και σύνθετα

  • σκηνο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα σκηνο- στο Βικιλεξικό όπως σκηνογράφος, σκηναρχέω

και

  • ἀκατασκήνωτος
  • ἀντίσκηνος
  • ἀποσκηνέω
  • ἀπόσκηνος
  • ἀποσκηνόω
  • ἄσκηνος
  • διασκηνάω, διασκηνέω
  • διασκηνητέον, διασκηνητέος
  • διασκηνόω
  • ἔκσκηνος
  • ἐνσκηνοβατέομαι
  • ἔνσκηνος
  • ἐνσκηνόω
  • ἐπισκήνιον
  • ἐπισκήνιος
  • ἐπίσκηνος
  • ἐπισκηνόω
  • γογγυλόσκηνος
  • κακοσκήνης, κακοσκηνής
  • κατασκηνάω, κατασκηνόω
  • κατασκήνωμα
  • κατασκήνωσις
  • μετασκηνόω
  • ὁμοσκηνία
  • ὁμόσκηνος
  • ὁμοσκηνόω
  • παρασκηνάω
  • παρασκήνια, παρασκήνιον
  • παρασκηνόω
  • περισκήνια, προσκήνιον
  • προσσκηνέω
  • σκηνάω
  • σκηνεῖον
  • σκηνεύομα
  • σκηνευτής
  • σκηνέω
  • σκήνημα
  • σκηνήτης
  • σκηνίδιον
  • σκηνικεύομαι
  • σκηνικός
  • σκηνίς
  • σκηνίτης
  • σκῆνος
  • σκηνόω
  • σκηνύδριον
  • σκήνωμα
  • σκήνωσις
  • σκηνωτής
  • σκηνωτός
  • συγκατασκηνόω
  • συσκηνέω
  • συσκηνήτρια
  • συσκηνία
  • συσκήνια
  • συσκήνιος, συσκήνιον
  • σύσκηνος
  • συσκηνόω
  • συσκήνωσις
  • ὑποσκήνιον
  • ὑποσκηνόω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.