βαθύσκιωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαθύσκιωτος | η | βαθύσκιωτη | το | βαθύσκιωτο |
| γενική | του | βαθύσκιωτου | της | βαθύσκιωτης | του | βαθύσκιωτου |
| αιτιατική | τον | βαθύσκιωτο | τη | βαθύσκιωτη | το | βαθύσκιωτο |
| κλητική | βαθύσκιωτε | βαθύσκιωτη | βαθύσκιωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαθύσκιωτοι | οι | βαθύσκιωτες | τα | βαθύσκιωτα |
| γενική | των | βαθύσκιωτων | των | βαθύσκιωτων | των | βαθύσκιωτων |
| αιτιατική | τους | βαθύσκιωτους | τις | βαθύσκιωτες | τα | βαθύσκιωτα |
| κλητική | βαθύσκιωτοι | βαθύσκιωτες | βαθύσκιωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
βαθύσκιωτος -η -ο ( & βαθύσκιος)
- που έχει βαθύ (πυκνό) ίσκιο, ο βαθύσκιος
- βαθύσκιωτα πλατάνια
- (μεταφορικά) για άνθρωπο ή κάτι άλλο, που δημιουργεί γύρω του πυκνή σκιά
Μεταφράσεις
βαθύσκιωτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.