κακοκαιρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κακοκαιρία | οι | κακοκαιρίες |
| γενική | της | κακοκαιρίας | των | κακοκαιριών |
| αιτιατική | την | κακοκαιρία | τις | κακοκαιρίες |
| κλητική | κακοκαιρία | κακοκαιρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.