σκοτεινότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σκοτεινότης | αἱ | σκοτεινότητες |
| γενική | τῆς | σκοτεινότητος | τῶν | σκοτεινοτήτων |
| δοτική | τῇ | σκοτεινότητῐ | ταῖς | σκοτεινότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | σκοτεινότητᾰ | τὰς | σκοτεινότητᾰς |
| κλητική ὦ! | σκοτεινότης | σκοτεινότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκοτεινότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκοτεινοτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκοτεινότης < σκοτεινό(ς) + -της
Ουσιαστικό
σκοτεινότης, -ητος θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σκότος
Πηγές
- σκοτεινότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.