σκοτεινιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκοτεινιάζω < σκοτεινιά + -άζω < σκοτεινός < αρχαία ελληνική σκοτεινός
Ρήμα
σκοτεινιάζω, αόρ.: σκοτείνιασα, μτχ.π.π.: σκοτεινιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (κυριολεκτικά, μεταβατικό) κάνω κάτι (πιο) σκοτεινό
- (κυριολεκτικά, αμετάβατο) γίνομαι (πιο) σκοτεινός
- (μεταφορικά, αμετάβατο) φαίνομαι στενοχωρημένος
- ※ Είδα τα πρόσωπά τους να σκοτεινιάζουν από ένα κράμα οργής και λύπης για την αχαριστία μου. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
- (απρόσωπο) → δείτε τη λέξη σκοτεινιάζει: νυχτώνει
Συγγενικά
- σκοτείνιασμα
- σκοτεινιασμένος
- → δείτε τις λέξεις σκοτεινός και σκότος
Κλίση
Και παθητική μετοχή παρακειμένου: σκοτεινιασμένος
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σκοτεινιάζω | σκοτείνιαζα | θα σκοτεινιάζω | να σκοτεινιάζω | σκοτεινιάζοντας | |
| β' ενικ. | σκοτεινιάζεις | σκοτείνιαζες | θα σκοτεινιάζεις | να σκοτεινιάζεις | σκοτείνιαζε | |
| γ' ενικ. | σκοτεινιάζει | σκοτείνιαζε | θα σκοτεινιάζει | να σκοτεινιάζει | ||
| α' πληθ. | σκοτεινιάζουμε | σκοτεινιάζαμε | θα σκοτεινιάζουμε | να σκοτεινιάζουμε | ||
| β' πληθ. | σκοτεινιάζετε | σκοτεινιάζατε | θα σκοτεινιάζετε | να σκοτεινιάζετε | σκοτεινιάζετε | |
| γ' πληθ. | σκοτεινιάζουν(ε) | σκοτείνιαζαν σκοτεινιάζαν(ε) |
θα σκοτεινιάζουν(ε) | να σκοτεινιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σκοτείνιασα | θα σκοτεινιάσω | να σκοτεινιάσω | σκοτεινιάσει | ||
| β' ενικ. | σκοτείνιασες | θα σκοτεινιάσεις | να σκοτεινιάσεις | σκοτείνιασε | ||
| γ' ενικ. | σκοτείνιασε | θα σκοτεινιάσει | να σκοτεινιάσει | |||
| α' πληθ. | σκοτεινιάσαμε | θα σκοτεινιάσουμε | να σκοτεινιάσουμε | |||
| β' πληθ. | σκοτεινιάσατε | θα σκοτεινιάσετε | να σκοτεινιάσετε | σκοτεινιάστε | ||
| γ' πληθ. | σκοτείνιασαν σκοτεινιάσαν(ε) |
θα σκοτεινιάσουν(ε) | να σκοτεινιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σκοτεινιάσει | είχα σκοτεινιάσει | θα έχω σκοτεινιάσει | να έχω σκοτεινιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σκοτεινιάσει | είχες σκοτεινιάσει | θα έχεις σκοτεινιάσει | να έχεις σκοτεινιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σκοτεινιάσει | είχε σκοτεινιάσει | θα έχει σκοτεινιάσει | να έχει σκοτεινιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σκοτεινιάσει | είχαμε σκοτεινιάσει | θα έχουμε σκοτεινιάσει | να έχουμε σκοτεινιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σκοτεινιάσει | είχατε σκοτεινιάσει | θα έχετε σκοτεινιάσει | να έχετε σκοτεινιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σκοτεινιάσει | είχαν σκοτεινιάσει | θα έχουν σκοτεινιάσει | να έχουν σκοτεινιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.