σκοτοδίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκοτοδίνη | οι | σκοτοδίνες |
| γενική | της | σκοτοδίνης | των | σκοτοδινών |
| αιτιατική | τη | σκοτοδίνη | τις | σκοτοδίνες |
| κλητική | σκοτοδίνη | σκοτοδίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκοτοδίνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκοτοδίνη > μεσαιωνική ελληνική σκοτοδίνη [1][2] < αρχαία ελληνική σκοτοδινία (με επίδραση της λέξης δίνη) [3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sko.toˈði.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐το‐δί‐νη
Αναφορές
- σκοτοδίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- σκοτοδίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σκοτοδίνη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκοτοδίνη
Συγγενικά
- σκοτοδινιῶ
- σκοτόδινος
Πηγές
- σκοτοδίνη - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| σκοτοδῑνα- | ||||||||
| ονομαστική | ἡ | σκοτοδίνη | αἱ | σκοτοδῖναι | ||||
| γενική | τῆς | σκοτοδίνης | τῶν | σκοτοδινῶν | ||||
| δοτική | τῇ | σκοτοδίνῃ | ταῖς | σκοτοδίναις | ||||
| αιτιατική | τὴν | σκοτοδίνην | τὰς | σκοτοδίνᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | σκοτοδίνη | σκοτοδῖναι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκοτοδίνᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκοτοδίναιν | ||||||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- σκοτοδίνη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκοτοδιν(ία) + -η κατά το δίνη
Ουσιαστικό
σκοτοδίνη θηλυκό [σκοτοδῑνη] (ελληνιστική κοινή)
- (ιατρική) άλλη μορφή του σκοτοδινία, η σκοτοδίνη
- ※ 1ος κε αιώνας Αρεταίος ο Καππαδόκης, Περὶ αἰτίων καὶ σημείων χρονίων παθῶν, 2.9, p.p.112 @scaife.perseus
- ἐρυγαὶ κακώδεες, ναυτίη, χολῆς ἔμετοι, σκοτοδίνη ·
- άλλες μορφές: & σκοτοδινίασις
- ※ 1ος κε αιώνας Αρεταίος ο Καππαδόκης, Περὶ αἰτίων καὶ σημείων χρονίων παθῶν, 2.9, p.p.112 @scaife.perseus
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις σκοτοδινία, σκότος και δίνη
Πηγές
- σκοτοδίνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.