σκοταῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σκοταῖος < σκότος

Επίθετο

σκοταῖος, αία, αῖον

ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον : όσο ακόμα κρατούσε η νύχτα για να διασχίσουν το πεδίο στα σκοτεινά (προτού τους πιάσει το φως της ημέρας)
ὁ Κῦρος ἤδη σκοταῖος ἀναγαγὼν ἐστρατοπεδεύσατο ἐν Θυμβράροις: επειδή είχε πια νυχτώσει, ο Κύρος στρατοπέδευσε ...
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.