σκοτάδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκοτάδι | τα | σκοτάδια |
| γενική | του | σκοταδιού | των | σκοταδιών |
| αιτιατική | το | σκοτάδι | τα | σκοτάδια |
| κλητική | σκοτάδι | σκοτάδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /skoˈta.ði/
Ουσιαστικό
σκοτάδι ουδέτερο
- η έλλειψη ή η απουσία φωτός
- (μεταφορικά) η πολύ μεγάλη άγνοια
- (μεταφορικά) η περίοδος όπου κυριαρχεί ο φόβος, η δουλεία
Συγγενικά
-
σκοτάδι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.