ζόφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζόφος | οι | ζόφοι |
| γενική | του | ζόφου | των | ζόφων |
| αιτιατική | τον | ζόφο | τους | ζόφους |
| κλητική | ζόφε | ζόφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζόφος < αρχαία ελληνική ζόφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζό‐φος
Ουσιαστικό
ζόφος αρσενικό
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ζόφος | οἱ | ζόφοι |
| γενική | τοῦ | ζόφου | τῶν | ζόφων |
| δοτική | τῷ | ζόφῳ | τοῖς | ζόφοις |
| αιτιατική | τὸν | ζόφον | τοὺς | ζόφους |
| κλητική ὦ! | ζόφε | ζόφοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζόφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ζόφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζόφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ζόφος αρσενικό
Πηγές
- ζόφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζόφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.