δημιουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημιουργία οι δημιουργίες
      γενική της δημιουργίας των δημιουργιών
    αιτιατική τη δημιουργία τις δημιουργίες
     κλητική δημιουργία δημιουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημιουργία < αρχαία ελληνική δημιουργία

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.mi.uɾˈʝi.a/

Ουσιαστικό

δημιουργία θηλυκό

  1. η ενέργεια του ρήματος δημιουργώ
    η δημιουργία ενός έργου τέχνης
  2. το αποτέλεσμα (παράγωγο, παραγόμενο) της πράξης (του ρήματος) δημιουργώ, το δημιούργημα
    αυτός ο οίκος μόδας παρουσίασε τις νέες του δημιουργίες

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δημιουργί αἱ δημιουργίαι
      γενική τῆς δημιουργίᾱς τῶν δημιουργιῶν
      δοτική τῇ δημιουργί ταῖς δημιουργίαις
    αιτιατική τὴν δημιουργίᾱν τὰς δημιουργίᾱς
     κλητική ! δημιουργί δημιουργίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δημιουργί
γεν-δοτ τοῖν  δημιουργίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημιουργία < δημιουργ(ός) (δῆμος) + -ία. Δείτε και το επίθημα -ουργία / ἔργον

Ουσιαστικό

δημιουργία θηλυκό

  1. δημιουργία, γέννηση, κατασκευή
  2. ανθρώπινη εργασία, χειροτεχνία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.