ανυπαρξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανυπαρξία | οι | ανυπαρξίες |
| γενική | της | ανυπαρξίας | των | ανυπαρξιών |
| αιτιατική | την | ανυπαρξία | τις | ανυπαρξίες |
| κλητική | ανυπαρξία | ανυπαρξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανυπαρξία < ελληνιστική κοινή ἀνυπαρξία[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- (στερητικό α-) + ύπαρξη
Ουσιαστικό
ανυπαρξία θηλυκό
- η κατάσταση της μη ύπαρξης
- η έλλειψη, η απουσία
- η ανυπαρξία επιχειρημάτων
- η ανυπαρξία χρημάτων
- (φιλοσοφία) το να μην υπάρχει υπόσταση
- ※ Στης ζωής το ξάφνισμα όταν έμπαινα,
(ω! η γαλήνη της ανυπαρξίας!)- Κωστής Παλαμάς, Από το Τραγούδι του Ήλιου, Οι Xαιρετισμοί της Ηλιογέννητης, στίχοι 29‑30 @greek-language.gr
- ※ Στης ζωής το ξάφνισμα όταν έμπαινα,
- η έλλειψη, η απουσία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ανυπαρξία
Αναφορές
- ανυπαρξία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.