σατανάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σατανάς οι σατανάδες
      γενική του σατανά των σατανάδων
    αιτιατική τον σατανά τους σατανάδες
     κλητική σατανά σατανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σατανάς < ελληνιστική κοινή Σατανᾶς < Σατάν / Σατᾶν < εβραϊκή שטן (śāṭān)

Ουσιαστικό

σατανάς αρσενικό

  1. ο διάβολος, ο Εωσφόρος, ο αρχηγός των δαιμόνων, το πνεύμα του κακού
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος που ασκεί τις ικανότητές του, για να πετύχει το κακό
  3. (μεταφορικά) παιδί που κάνει όλο αταξίες και σκανταλιές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.