σκοταδισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκοταδισμός οι σκοταδισμοί
      γενική του σκοταδισμού των σκοταδισμών
    αιτιατική τον σκοταδισμό τους σκοταδισμούς
     κλητική σκοταδισμέ σκοταδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκοταδισμός < σκοτάδ(ι) + -ισμός & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική obscurantisme [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sko.ta.ðiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκοταδισμός

Ουσιαστικό

σκοταδισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.