συσκοτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συσκοτίζω < μεσαιωνική ελληνική συσκοτίζω < αρχαία ελληνική συσκοτάζω < σκότος (3. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική obscurcir)
Ρήμα
συσκοτίζω (παθητική φωνή: συσκοτίζομαι)
- κάνω πιο σκοτεινό ένα χώρο μειώνοντας το (φυσικό ή τεχνητό) φως
- προκαλώ μπλακάουτ
- (μεταφορικά) προκαλώ σύγχυση, ώστε να μπερδέψω ή να παραπλανήσω
Συγγενικά
- ασυσκότιστος
- συσκοτισμένος
- συσκότιση
- → δείτε τις λέξεις συν και σκότος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συσκοτίζω | συσκότιζα | θα συσκοτίζω | να συσκοτίζω | συσκοτίζοντας | |
| β' ενικ. | συσκοτίζεις | συσκότιζες | θα συσκοτίζεις | να συσκοτίζεις | συσκότιζε | |
| γ' ενικ. | συσκοτίζει | συσκότιζε | θα συσκοτίζει | να συσκοτίζει | ||
| α' πληθ. | συσκοτίζουμε | συσκοτίζαμε | θα συσκοτίζουμε | να συσκοτίζουμε | ||
| β' πληθ. | συσκοτίζετε | συσκοτίζατε | θα συσκοτίζετε | να συσκοτίζετε | συσκοτίζετε | |
| γ' πληθ. | συσκοτίζουν(ε) | συσκότιζαν συσκοτίζαν(ε) |
θα συσκοτίζουν(ε) | να συσκοτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συσκότισα | θα συσκοτίσω | να συσκοτίσω | συσκοτίσει | ||
| β' ενικ. | συσκότισες | θα συσκοτίσεις | να συσκοτίσεις | συσκότισε | ||
| γ' ενικ. | συσκότισε | θα συσκοτίσει | να συσκοτίσει | |||
| α' πληθ. | συσκοτίσαμε | θα συσκοτίσουμε | να συσκοτίσουμε | |||
| β' πληθ. | συσκοτίσατε | θα συσκοτίσετε | να συσκοτίσετε | συσκοτίστε | ||
| γ' πληθ. | συσκότισαν συσκοτίσαν(ε) |
θα συσκοτίσουν(ε) | να συσκοτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συσκοτίσει | είχα συσκοτίσει | θα έχω συσκοτίσει | να έχω συσκοτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συσκοτίσει | είχες συσκοτίσει | θα έχεις συσκοτίσει | να έχεις συσκοτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συσκοτίσει | είχε συσκοτίσει | θα έχει συσκοτίσει | να έχει συσκοτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συσκοτίσει | είχαμε συσκοτίσει | θα έχουμε συσκοτίσει | να έχουμε συσκοτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συσκοτίσει | είχατε συσκοτίσει | θα έχετε συσκοτίσει | να έχετε συσκοτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συσκοτίσει | είχαν συσκοτίσει | θα έχουν συσκοτίσει | να έχουν συσκοτίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.