πνεῦμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πνεῦμᾰ | τὰ | πνεύμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | πνεύμᾰτος | τῶν | πνευμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | πνεύμᾰτῐ | τοῖς | πνεύμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | πνεῦμᾰ | τὰ | πνεύμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | πνεῦμᾰ | πνεύμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πνεύμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πνευμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πνεῦμα ουδέτερο
- (άνεμος) φύσημα ανέμου, άνεμος
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ψευδο-Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 @scaife.perseus
- Τῶν γε μὴν βιαίων πνευμάτων καταιγὶς μέν ἐστι πνεῦμα ἄνωθεν τύπτον ἐξαίφνης, θύελλα δὲ πνεῦμα βίαιον καὶ ἄφνω προσαλλόμενον, λαῖλαψ δὲ καὶ στρόβιλος πνεῦμα εἰλούμενον κάτωθεν ἄνω, ἀναφύσημα δὲ γῆς πνεῦμα ἄνω φερόμενον κατὰ τὴν ἐκ βυθοῦ τινος ἢ ῥήγματος ἀνάδοσιν· ὅταν δὲ εἰλούμενον πολὺ φέρηται, πρηστὴρ χθόνιός ἐστιν.
- αναπνοή
- πνεύμα (όλες οι σύγχρονες έννοιες εκτός από τον αστεϊσμό)
- (ελληνιστική σημασία , γραμματική, διακριτικό σημάδι) το πνεύμα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πνεῦμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πνεῦμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.