σύγχυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύγχυση | οι | συγχύσεις |
| γενική | της | σύγχυσης* | των | συγχύσεων |
| αιτιατική | τη | σύγχυση | τις | συγχύσεις |
| κλητική | σύγχυση | συγχύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συγχύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύγχυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύγχυσις < συγχέω < σύν + χέω
- (ψυχιατρικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική confusion
- (ταραχή) < (σημασιολογικό δάνειο) ιταλική turbamento [1]
- Για τις διαφοροποιημένες γραφές, [2] ως εξής: σύγχυση - συγχέω (τα μπερδεύω), σύγχιση - συγχίζω (εκνευρίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.çi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύγ‐χυ‐ση
Ουσιαστικό
σύγχυση θηλυκό
- μπερδεμένη κατάσταση ή αντίληψη της κατάστασης, που προκύπτει από άγνοια, ασάφεια, αταξία κ.λπ.
- ↪ Oι οπλίτες χαμογελούσαν με αυτοπεποίθηση καθώς άρχιζε η μάχη και για να προκαλέσουν σύγχυση, όμως μέσα στη μάχη επικρατούσαν σκληρότεροι μορφασμοί, κυρίως όμως η τακτική και η αριθμητική υπεροχή.
- (ψυχιατρική, νομικός όρος) διαταραγμένη διανοητική, συνειδησιακή ή συναισθηματική κατάσταση, που συνεπάγεται ελαφρύτερο -ή και καθόλου- καταλογισμό ευθυνών
- ταραχή
Συγγενικά
Αναφορές
- σύγχυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.