ποταμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποταμός οι ποταμοί
      γενική του ποταμού των ποταμών
    αιτιατική τον ποταμό τους ποταμούς
     κλητική ποταμέ ποταμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

ποταμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποταμός
Ποταμός

Προφορά

ΔΦΑ : /po.taˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποταμός
ομόηχο: Ποταμός

Ουσιαστικό

ποταμός αρσενικό

  1. (γεωγραφία) μεγάλη υδάτινη μάζα που ρέει σε μεγάλη απόσταση με φυσική ροή εντός μίας καθορισμένης κοίτης, ξεκινώντας από μία ή περισσότερες φυσικές πηγές ή λίμνες και καταλήγοντας στη θάλασσα ή σε λίμνη
    ο ποταμός Έβρος
    Κατηγορία:Ποταμοί (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
  2. (μεταφορικά, στον πληθυντικό) μεγάλη ποσότητα (υγρού)
    ποταμοί δακρύων

Εκφράσεις

Συγγενικά

θέμα ποτ-

άλλα θέματα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ποταμός < Κατά τον Τζιτζιλή, πιθανή σύνδεσή του και παράλληλων ιδιωματικών τύπων ως εξής: είτε ποτονός, ποτανός < μεσαιωνική ελληνική ὑπότονος
είτε < βαλκανικά ιδιώματα όπως της κουτσοβλαχικής, της βουλγαρικής με σημασίες: πάτωμα, πάγκος.
  •   Τζιτζιλής, Χρήστος. Μακεδονικά ετυμολογικά ΙΙ, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. «ποταμός, πότανος, poton, potan» pdf, σελίδες 429, 430,
    [σελ.430, μεταγράφουμε σε μονοτονικό] Παρά τη φωνητική ταύτιση της λέξης μας με το ποταμός της κοινής είναι δύσκολο να δεχθούμε κοινή προέλευση για τις δυο λέξεις. Το σημασιολογικό χάσμα που τις χωρίζει μας αναγκάζει να αναζητήσουμε αλλού το έτυμο του ποταμός «δοκάρι».
    [ ακολουθούν εκδοχές ετυμολογίας]
    Από το πότανος με τροπή ν>μ, που πιθανότατα οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση της λ.[λέξης] πόταμος, διαλ.[διαλεκτικό] τύπο του ποταμός, έχουμε το πόταμος που γίνεται ποταμός κατά τα ομώνυμα πόταμος-ποταμός

Ουσιαστικό

ποταμός αρσενικό

  • (ιδιωματικό) κύρια οριζόντια δοκός στη βάση της στέγης, ή δοκάρι που υπστηρίζει άλλα

Συγγενικά

  • τσακωνικά: ποταμό (σημασίες: ποταμός, αυλάκι, χοντρό δοκάρι)
  • ιδιωματικά ποταμός, πουταμός, πόταμους, πότανος με σημασία: δοκάρι που υποβαστάζει

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποταμός οἱ ποταμοί
      γενική τοῦ ποταμοῦ τῶν ποταμῶν
      δοτική τῷ ποταμ τοῖς ποταμοῖς
    αιτιατική τὸν ποταμόν τοὺς ποταμούς
     κλητική ! ποταμέ ποταμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποταμώ
γεν-δοτ τοῖν  ποταμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποταμός, ήδη ομηρικό < θέμα ποτ- < μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος του ἔπετ-ον (ἔπεσον) του πίπτω (οπότε η σημασία θα ήταν «πέφτω από ψηλά ή ορμητικά») < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- + -αμός. Δεν φαίνεται πιθανή η σύνδεση με το πετάννυμι. [1]

Ουσιαστικό

ποταμός αρσενικό

  1. (γεωγραφία) ποταμός
  2. κανάλι
  3. (ως θεωνύμιο)  δείτε τη λέξη Ποταμός

Συγγενικά

θέμα ποτ-

  • ποτάομαι
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

άλλα θέματα  δείτε  πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.