ποταμάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποταμάκι τα ποταμάκια
      γενική
    αιτιατική το ποταμάκι τα ποταμάκια
     κλητική ποταμάκι ποταμάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποταμάκι < ποτάμι

Ουσιαστικό

ποταμάκι ουδέτερο

  • μικρό ποτάμι

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  ποτάμι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.