πόταμος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πόταμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποταμός με μετακίνηση τόνου. Κατά τον Κωνσταντίνο Μηνά, η μετακίνηση τόνου με μεγεθυντική σημασία.[1]
Δείτε και ιδιωματικά με διαφορετική σημασία στην ετυμολόγηση του Τζιτζιλή.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpo.ta.mos/ προφορά ιδιωματικού κατά την κοινή νεοελληνική
όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου τον: ΔΦΑ : /tom‿ˈbo.ta.mon/ (τον πόταμον)
τυπογραφικός συλλαβισμός: πόταμος

Ουσιαστικό

πόταμος αρσενικό

  • (ιδιωματικό, όπως στην Ήπειρο) ο ποταμός
      κλιμακωτό τραγούδιΗπειρωτικόν ασμάτιον») - Νικόλαος Γ. Πολίτης, «Σωζοπολίτικα παραμύθια. Παρατηρήσεις», Λαογραφία, τόμος 5, Δελτίον Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, 1915. Επανέκδοση: Λαογραφικά Σύμμεικτα, τόμος Δ, Ακαδημία Αθηνών, 1980, σελίδα 326.jpg
    Φτίλι τοῦ λύχνου ἔφαγεν ὁ ποντικός, τὸν ποντικὸν ὁ γάτος, τὸν γάτον ὁ σκύλος, τοῦτον ἐσκότωσε τὸ ξύλο, τὸ ξύλο ἔκαψε ὁ φοῦρνος, τὸν φοῦρνον ἔσβησε ὁ πόταμος, τὸν πόταμον ἔπιε τὸ βῶδι, τὸ βῶδι ἔφαγε ὁ λύκος, τὸν λύκον ἐσκότωσε ὁ κυνηγός.
  • δείτε και τα τοπωνύμια Πόταμος, Πόταμοι

Κλιτικοί τύποι

  • πόταμον (αιτιατική ενικού)

Παροιμίες

  • Ο ξένος και ο πόταμος τον τόπο τους γυρεύουν [2]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Κωνσταντίνος Μηνάς, Μελέτες νεοελληνικής διαλεκτολογίας (Αθήνα: Τυπωθήτω - Γ. Δαρδανός, 2004), σ. 319.
  2. παροιμία, Ήπειρος, 1913 - Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.