ποσότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποσότητα | οι | ποσότητες |
| γενική | της | ποσότητας | των | ποσοτήτων |
| αιτιατική | την | ποσότητα | τις | ποσότητες |
| κλητική | ποσότητα | ποσότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποσότητα < αρχαία ελληνική ποσότης
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈso.ti.ta/
Ουσιαστικό
ποσότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.