fluvius

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

fluvius < fluo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlew- (=ρέω)

Ουσιαστικό

fluvius (la) αρσενικό

  1. ποταμός
  2. ρέμα

Συνώνυμα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική fluvius fluviī
γενική fluviī & fluvi fluviōrum
δοτική fluviō fluviīs
αιτιατική fluvium fluviōs
κλητική fluvi fluviī
αφαιρετική fluviō fluviīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.