δοκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοκός οι δοκοί
      γενική της δοκού των δοκών
    αιτιατική τη δοκό τις δοκούς
     κλητική δοκέ δοκοί
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δοκοί στέγης
Αθλήτρια στη δοκό

Ετυμολογία

δοκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δοκός

Προφορά

ΔΦΑ : /ðoˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δοκός
 

Ουσιαστικό

δοκός θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) δοκάρι
  2. (αθλητισμός) δοκάρι (στα γκολπόστ)
  3. (αθλητισμός) όργανο γυμναστικής που αποτελείται από ένα οριζόντιο δοκάρι, που στηρίζεται σε δύο βάσεις, και που παρών στο οποίο οι αθλήτριες εκτελούν τεχνικές και ισορροπιστικές ασκήσεις (και (κατ’ επέκταση) το σχετικό άθλημα)
      Στην ενόργανη γυμναστική, οι άνδρες αγωνίζονται σε έδαφος, ίππο με λαβές, κρίκους, άλμα, μονόζυγο και παράλληλους ζυγούς. Οι γυναίκες μετέχουν παίρνουν μέρος σε άλμα, έδαφος, δοκό ισορροπίας και ασύμμετρους ζυγούς.(εφημερίδα Καθημερινή)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη δέχομαι

Υπώνυμα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δοκός αἱ δοκοί
      γενική τῆς δοκοῦ τῶν δοκῶν
      δοτική τῇ δοκ ταῖς δοκοῖς
    αιτιατική τὴν δοκόν τὰς δοκούς
     κλητική ! δοκέ δοκοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δοκώ
γεν-δοτ τοῖν  δοκοῖν
Στην ελληνιστική κοινή, και ως αρσενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δοκός < δοκ-, μεταπτωτική βαθμίδα για θέμα του ρήματος δέκομαι, δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (δέχομαι, παίρνω) [1]

Ουσιαστικό

δοκός, -οῦ θηλυκό (μεταγενέστερα απαντά και ως αρσενικό)

  1. δοκάρι, πατερό
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 38 (37-39)
    ἔμπης μοι τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι | εἰλάτιναί τε δοκοὶ καὶ κίονες ὑψόσ᾽ ἔχοντες | φαίνοντ᾽ ὀφθαλμοῖς ὡς εἰ πυρὸς αἰθομένοιο.
    τοίχοι του παλατιού, ωραίοι μεσότοιχοι, | δοκάρια ελάτινα, στητές ψηλές κολόνες, | όλα, σάμπως να φλέγονται, φεγγοβολούν μπροστά μου —
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
  2. δοκάρι, μαδέρι
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 76.4
    καὶ δοκοὺς μεγάλας ἀρτήσαντες ἁλύσεσι μακραῖς σιδηραῖς ἀπὸ τῆς τομῆς ἑκατέρωθεν ἀπὸ κεραιῶν δύο ἐπικεκλιμένων καὶ ὑπερτεινουσῶν ὑπὲρ τοῦ τείχους ἀνελκύσαντες ἐγκαρσίας, ὁπότε προσπεσεῖσθαί πῃ μέλλοι ἡ μηχανή, ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῖς ταῖς ἁλύσεσι καὶ οὐ διὰ χειρὸς ἔχοντες, ἡ δὲ ῥύμῃ ἐμπίπτουσα ἀπεκαύλιζε τὸ προῦχον τῆς ἐμβολῆς.
    κρεμούσαν, από τις δύο άκρες, μεγάλα δοκάρια με αλυσίδες δεμένες σε δυο κεραίες που εξείχαν απ᾽ το τείχος κι όταν η πολιορκητική μηχανή ετοιμαζόταν να χτυπήσει, ύψωναν πρώτα το δοκάρι σε τρόπο που να είναι εγκάρσιο σχετικά με την πολιορκητική μηχανή, και ύστερα χαλάρωναν τις αλυσίδες, και το δοκάρι, πέφτοντας εγκάρσια και με μεγάλη φόρα, έσπαζε την κεφαλή του εμβόλου.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
  3. μοχλός πόρτας
  4. (στον πληθυντικό δοκοί) καυσόξυλα

Παράγωγα

παράγωγα και σύνθετα στη σημασία δοκάρι

Συγγενικά

  • δοκίς (υποκοριστικό)
  • δοκίον
  • δοκίδιον
  • δοκίτης
  • δοκεύς
  • δοκώδης
  • δόκωσις

Αναφορές

  1. δοκός, δέχομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.