ποταμιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποταμιά | οι | ποταμιές |
| γενική | της | ποταμιάς | των | ποταμιών |
| αιτιατική | την | ποταμιά | τις | ποταμιές |
| κλητική | ποταμιά | ποταμιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.taˈmɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐τα‐μιά
- ομόηχο: Ποταμιά
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ποταμιά
|
|
Αναφορές
- ποταμιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.