πέτομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πέτομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πέτομαι Συγκρίνετε με το πετάω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpe.to.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέτομαι

Ρήμα

πέτομαι (και δημοτική[1])

  1. (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετάω
      Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879), Ο Γώγος
    Τρέχει θολὸ κι ἀγνώριστο τοῦ Λούρου τὸ ποτάμι,
    ὅπου σταλάζει μυστικὰ τὸ δάκρυ τῆς Ἠπείρου.
    Ὁ γέρο-Πίνδος κάτασπρος καὶ πάντ᾿ ἀνδρειωμένος
    πέτεται μὲ τὰ χιόνια του καὶ μὲ τὴν κλεφτουριά του·
    στὸν ἥλιο ποὺ βασίλευε, τὸ μάτι του στυλώνει
    καὶ λέγει στ᾿ ἄστρο τ᾿ οὐρανοῦ: «Ἐκεῖ ποὺ πᾶς νὰ δύσεις
    ἂν σ᾿ ἐρωτήσουνε γιὰ μέ, νὰ πεῖς πῶς δὲν πεθαίνω.»
  2. (μεταφορικά) κομπάζω, καυχιέμαι, καμαρώνω
      Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά, στίχος 58 (1910)
    Στη λεβεντιά του πέτεται κι ας είναι με τους σκλάβους.
    Δε λες πως πάει στον τόπο του ραγιάς από τα ξένα,
    λες από πόλεμο γυρνά και θρόνος τον προσμένει. [60]
    Μόνος αυτός δε γονατά, μόνος αυτός δε σκύβει.

Ρηματικοί τύποι

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .




Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πέτομαι, ήδη ομηρικό < θέμα πετ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετάω)

Ρήμα

πέτομαι

  1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα
  2. (για βέλη και ακόντια) κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα
  3. (για ανθρώπους) κινούμαι πολύ γρήγορα
  4. (σχετικά με την ελπίδα) παίρνω φτερά, παίρνω θάρρος
  5. (για χαρακτήρα) είμαι άστατος
  6. (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη)
    1. πετάω
    2. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί

Εκφράσεις

  • πτάμενος νοήματι: αυτός που πετάει με το νου, με τη σκέψη

Συγγενικά

θέμα πετ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-

  • ἀεροπετής
  • ἀερσιπέτης
  • ἀμφιπέτομαι
  • ἀναπέτομαι
  • ἀποπέτομαι
  • διαπέτομαι
  • εἰσπέτομαι
  • ἐκπέτομαι
  • ἐμπέτομαι
  • ἐπιπέτομαι
  • εὐπέτης
  • ἱστιοπετής
  • κακοπέτης
  • καταπέτομαι
  • ὀξυπετής
  • παραπέτομαι
  • περιπέτομαι
  • προσπέτομαι
  • πετεινός & συγγενικά
  • συμπέτομαι
  • ταχυπέτης
  • τηλοπέτης
  • ὑπερπέτομαι
  • ὑποπέτομαι
  • ὑψηλοπέτης
  • ὑψιπέτης
  • ὠκυπέτης

άλλα θέματα, μεταπτωτικές βαθμίδες

για θέμα πετα- δείτε πετάννυμι

  • πετάννυμι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.