πτερόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πτερόν | τὰ | πτερᾰ́ |
| γενική | τοῦ | πτεροῦ | τῶν | πτερῶν |
| δοτική | τῷ | πτερῷ | τοῖς | πτεροῖς |
| αιτιατική | τὸ | πτερόν | τὰ | πτερᾰ́ |
| κλητική ὦ! | πτερόν | πτερᾰ́ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτερώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πτεροῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πτερόν, ήδη ομηρικό < θέμα πτε- (μεταπτωτική βαθμίδα του πετ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- όπως στο πέτομαι) + -ρόν. Συγγενή: κοινή νεοελληνική φτερό, αγγλική feather, γερμανική Feder.[1]
Ουσιαστικό
πτερόν ουδέτερο
- (ορνιθολογία) φτερό
- πτερύγιο
- οτιδήποτε φτερωτό
- (αρχιτεκτονική) εξωτερικό περιστύλιο σε πλευρά ναού με σειρά κιόνων
Συγγενικά
θέμα πτε-
- πτεραφόρος
- πτερίδιος
- πτέρινος
- πτέριον
- πτερίς
- πτέρισμα
- πτεροβάμων
- πτεροδόνητος
- πτεροείμων
- πτερόεις
- πτερόιππος
- πτεροκοπέω
- πτέρομαι
- πτερονόμος
- πτεροποιέω
- πτεροποίκιλος
- πτερόπους
- πτερορρυέω
- πτερορρύμσις
- πτερότης
- πτερόω
- πτερόφοιτος
- πτεροφόρος
- πτεροφυής
- πτεροφυέω
- πτεροφυΐα
- πτεροφύτωρ
- πτέρυξ & συγγενικά
- πτέρωμα
- πτερώνυμος
- πτέρως
- πτέρωσις
- πτερωτικός
- πτερωτός
-πτερος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πτερος στο Βικιλεξικό
- ἄπτερος
- ἀρβυλόπτερος
- αὐτόπτερος
- βαθύπτερος
- βραχύπτερος
- δερματόπτερος
- δερμόπτερος
- δίπτερος
- ἐρασίπτερος
- εὔπτερος
- ἰσόπτερος
- λευκόπτερος
- κακάπτερος
- κακόπτερος
- κολεόπτερος
- κουφόπτερος
- κυανόπτερος
- κυκνόπτερος
- λαχανόπτερος
- λινόπτερος
- μακρόπτερος
- μαρμαρόπτερος
- μελάμπτερος
- μελανόπτερος
- μελεσίπτερος
- μονόπτερος
- ξουθόπτερος
- ὀλιγόπτερος
- ὁλόπτερος
- ὁμοιόπτερος
- ὁμόπτερος
- ὀξύπτερος
- ὀρθόπτερος
- περίπτερος
- περκνόπτερος
- ποικιλόπτερος
- πολύπτερος
- πυκνόπτερος
- σαρκόπτερος
- σιδηρόπτερος
- σχιζόπτερος
- τανύπτερος
- τανυσίπτερος
- ταχύπτερος
- τετράπτερος
- τρίπτερος
- ὑμενόπτερος
- ὑπόπτερος
- φερέπτερος
- φοινικόπτερος
- χαλκόπτερος
- χρυσὀπτερος
- ὠκύπτερος
άλλα θέματα → δείτε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-
- πετ- → δείτε τη λέξη πέτομαι
- ποτ- → δείτε τη λέξη ποταμός
- πτη- → δείτε τη λέξη πτῆσις
- πτ, πτω- → δείτε τη λέξη πίπτω
για θέμα πετα- δείτε πετάννυμι
Αναφορές
- φτερό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πτερόν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτερόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.