ποταμόψαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποταμόψαρο τα ποταμόψαρα
      γενική του ποταμόψαρου των ποταμόψαρων
    αιτιατική το ποταμόψαρο τα ποταμόψαρα
     κλητική ποταμόψαρο ποταμόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποταμόψαρο < ποτάμ(ι) + -ό- + -ψαρο

Ουσιαστικό

ποταμόψαρο ουδέτερο

  • ψάρι που ζει σε ποτάμι, σε γλυκό νερό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.