παραπόταμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παραπόταμος | οι | παραπόταμοι |
| γενική | του | παραπόταμου & παραποτάμου |
των | παραπόταμων & παραποτάμων |
| αιτιατική | τον | παραπόταμο | τους | παραπόταμους & παραποτάμους |
| κλητική | παραπόταμε | παραπόταμοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ο ποταμός Τάι και οι παραπόταμοί του στη Σκοτία
Ετυμολογία
- παραπόταμος < παρα- + ποταμός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Nebenfluss)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈpo.ta.mos/
Ουσιαστικό
παραπόταμος αρσενικό
- (γεωγραφία) ποτάμι ή άλλο υδάτινο ρεύμα που δεν χύνεται σε λίμνη ή θάλασσα, αλλά σε άλλο ποτάμι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.