στέγη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στέγη | οι | στέγες |
| γενική | της | στέγης | των | στεγών |
| αιτιατική | τη | στέγη | τις | στέγες |
| κλητική | στέγη | στέγες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈste.ʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στέ‐γη
Ουσιαστικό
στέγη θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) η οριζόντια ή επικλινής επιφάνεια που καλύπτει κάποιο κτίσμα και μπορεί να αποτελείται από πλάκες, κεραμίδια, μπετόν κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) το σπίτι, η κατοικία
- (μεταφορικά) η εταιρεία ή ο οργανισμός που έχει ένα ορισμένο σκοπό να προωθήσει και να προστατεύσει
- ↪ Tο περιοδικό μας προσφέρει στέγη σε νέους λογοτέχνες.
- ο χώρος που παρέχεται για την εξυπηρέτηση μιας ορισμένης, επαγγελματικής συνήθως, ανάγκης
- ↪ Αυτή είναι η θεατρική στέγη του γνωστού σκηνοθέτη και ηθοποιού.
Συγγενικά
- στεγάζω & συγγενικά
- στεγανός
- στέγαση
- στεγάσιμος
- στέγασμα
- στεγαστικός
- στέγαστρο
- στεγνός & συγγενικά
Σύνθετα
- άστεγος
- στεγανόποδο
- στεγανοποιώ
Μεταφράσεις
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Πηγές
- στέγη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στέγη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | στέγη | αἱ | στέγαι |
| γενική | τῆς | στέγης | τῶν | στεγῶν |
| δοτική | τῇ | στέγῃ | ταῖς | στέγαις |
| αιτιατική | τὴν | στέγην | τὰς | στέγᾱς |
| κλητική ὦ! | στέγη | στέγαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στέγᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στέγαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στέγη < στέγ(ω) + -η
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- στέγη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στέγη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
