ποταμίσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποταμίσιος η ποταμίσια το ποταμίσιο
      γενική του ποταμίσιου της ποταμίσιας του ποταμίσιου
    αιτιατική τον ποταμίσιο την ποταμίσια το ποταμίσιο
     κλητική ποταμίσιε ποταμίσια ποταμίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποταμίσιοι οι ποταμίσιες τα ποταμίσια
      γενική των ποταμίσιων των ποταμίσιων των ποταμίσιων
    αιτιατική τους ποταμίσιους τις ποταμίσιες τα ποταμίσια
     κλητική ποταμίσιοι ποταμίσιες ποταμίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποταμίσιος < ποτάμι + -ίσιος

Επίθετο

ποταμίσιος

  1. από ποτάμι
  2. σχετικός με ποτάμι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.