πτῆσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πτῆσῐς | αἱ | πτήσεις |
| γενική | τῆς | πτήσεως | τῶν | πτήσεων |
| δοτική | τῇ | πτήσει | ταῖς | πτήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | πτῆσῐν | τὰς | πτήσεις |
| κλητική ὦ! | πτῆσῐ | πτήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πτησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πτῆσις, από τον 6ο/5ο αιώνα στον Αισχύλο < θέμα πτη- / *ptā,- + -σις, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- όπως στο πέτομαι [1]
Ουσιαστικό
πτῆσις θηλυκό
- η πτήση
- ※ 6ος/5ος αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης, A.Pr.488 στη Βικιθήκη
- γαμψωνύχων τε πτῆσιν οἰωνῶν
Συγγενικά
θέμα πτη-
'άλλα θέματα → δείτε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-
- πετ- → δείτε τη λέξη πέτομαι
- ποτ- → δείτε τη λέξη ποταμός
- πτε- → δείτε τη λέξη πτερόν
- πτ, πτω- → δείτε τη λέξη πίπτω
για θέμα πετα- δείτε πετάννυμι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πτῆσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτῆσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.