κανάλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κανάλι | τα | κανάλια |
| γενική | του | καναλιού | των | καναλιών |
| αιτιατική | το | κανάλι | τα | κανάλια |
| κλητική | κανάλι | κανάλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γόνδολα σε βενετσιάνικο κανάλι
Ετυμολογία
- κανάλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κανάλι(ν) < ελληνιστική κοινή κανάλιον < λατινική canalis < canna < αρχαία ελληνική κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈna.li/
Ουσιαστικό
κανάλι ουδέτερο
- υδάτινο πέρασμα
- μια ορισμένη περιοχή συχνοτήτων
- συντόνισέ το στο κανάλι 50 των UHF
- τηλεοπτικός σταθμός
- αυτός ο παρουσιαστής φέτος πήγε σε άλλο κανάλι
- διαδικτυακός τόπος όπου γίνεται chat
- το #wiktionary-el είναι το κανάλι IRC του Βικιλεξικού
- σύνολο ατόμων, υλικού, θέσεων μεταφοράς ανθρώπων, υλικού, πληροφοριών ή καταστάσεων
- οι πληροφορίες του δεν είναι πάντα από αξιόπιστα κανάλια
- η εταιρεία μας διανέμει τα προϊόντα μέσα από δικά της εμπορικά κανάλια'
- το Διαδίκτυο είναι ένα σύγχρονο κανάλι επικοινωνίας και άντλησης πληροφοριών
- δίαυλος καταγραφής ήχου ή κατά πλάτος (και όχι διάρκεια-μήκος) υποδιαίρεση μαγνητοταινίας
- πέρασε σήμα από διπλανό κανάλι (στην μπομπίνα)
- (ανατομία) διάφορες αύλακες στο σώμα, νευρικό κανάλι κτλ.
- (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) link: τα υλικά μέσα (hardware) που συνδέουν τους κόμβους (nodes) ενός δικτύου, όπως ειδικά ηλεκτρικά καλώδια, οπτικές ίνες, ηλεκτρομαγνητικά κύματα (στα ασύρματα δίκτυα), κλπ.
Σύνθετα
- καναλάρχης
- τετρακάναλος
- υποκανάλι (κανάλι που υπάγεται σε κανάλι· πχ με περιορισμένη/συγκεκριμένη θεματική/θεματολογία)
Μεταφράσεις
περιοχή συχνοτήτων
σύνολο μεταφοράς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.