ξεροπόταμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξεροπόταμος οι ξεροπόταμοι
      γενική του ξεροπόταμου των ξεροπόταμων
    αιτιατική τον ξεροπόταμο τους ξεροπόταμους
     κλητική ξεροπόταμε ξεροπόταμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεροπόταμος < ξερός + ποταμός

Ουσιαστικό

ξεροπόταμος αρσενικό (& το ξεροπόταμο)

  1. το ξερό ποτάμι, που δεν φέρνει πια νερό
  2. ο χείμαρρος που ξεραίνεται στην ανομβρία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.