ποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποίηση οι ποιήσεις
      γενική της ποίησης* των ποιήσεων
    αιτιατική την ποίηση τις ποιήσεις
     κλητική ποίηση ποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποίηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποίησις [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποίηση

Ουσιαστικό

ποίηση θηλυκό

  1. (λογοτεχνία) μορφή τέχνης γραπτού λόγου με στίχους και όχι πεζό λόγο
    Η ποίηση διαφέρει από τον πεζό λόγο.
  2. το δημιούργημα του ποιητή, το ποίημα, το έργο του
    Γράφει ποίηση | η ποίηση του Σεφέρη
  3. η καλλιτεχνική, αισθητική διάθεση, η ποιητικότητα
    η ποίηση του έρωτα | η ποίηση της θάλασσας
  4. η δημιουργία, η πραγμάτωση
    η ποίηση ενός νέου κόσμου, η ποίηση μιας καλύτερης κοινωνίας

Συγγενικά

Σύνθετα

  • -ποίηση Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ποίηση στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.