λομβαρδικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα λομβαρδικά
      γενική των λομβαρδικών
    αιτιατική τα λομβαρδικά
     κλητική λομβαρδικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λομβαρδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λομβαρδικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

λομβαρδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: lmo

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.