ποίημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ποίημα | τα | ποιήματα |
| γενική | του | ποιήματος | των | ποιημάτων |
| αιτιατική | το | ποίημα | τα | ποιήματα |
| κλητική | ποίημα | ποιήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποίημα < αρχαία ελληνική ποίημα
Ουσιαστικό
ποίημα ουδέτερο
- είδος λογοτεχνικού έργου που αποτελείται από στίχους και συνήθως έχει ρυθμό
- (μεταφορικά) πολύ εξαιρετικό, αριστούργημα
Εκφράσεις
- λέω (κάτι) (σαν) ποίημα: λέω κάτι με πολύ γρήγορο ρυθμό και σχεδόν μηχανικά
- λέω το ποίημα
Παράγωγα
- ποιηματάκι
- ποιηματάρα
- ποιημάτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
ποίημα < ποιέω
Ουσιαστικό
ποίημα ουδέτερο
- δημιουργία, κατασκεύασμα
- πράξη, ενέργεια
- λογοτεχνικό έργο σε στίχους και σπανιότερα πεζό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.