ποίημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποίημα τα ποιήματα
      γενική του ποιήματος των ποιημάτων
    αιτιατική το ποίημα τα ποιήματα
     κλητική ποίημα ποιήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποίημα < αρχαία ελληνική ποίημα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpi.i.ma/
ΔΦΑ : /ˈpi.ma/ (οικείο)

Ουσιαστικό

ποίημα ουδέτερο

  1. είδος λογοτεχνικού έργου που αποτελείται από στίχους και συνήθως έχει ρυθμό
  2. (μεταφορικά) πολύ εξαιρετικό, αριστούργημα

Εκφράσεις

  • λέω (κάτι) (σαν) ποίημα: λέω κάτι με πολύ γρήγορο ρυθμό και σχεδόν μηχανικά
  • λέω το ποίημα

Συγγενικά

Παράγωγα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ποίημα < ποιέω

Ουσιαστικό

ποίημα ουδέτερο

  1. δημιουργία, κατασκεύασμα
  2. πράξη, ενέργεια
  3. λογοτεχνικό έργο σε στίχους και σπανιότερα πεζό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.