εξτρεμαδουρικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | εξτρεμαδουρικά | ||
| γενική | των | εξτρεμαδουρικών | ||
| αιτιατική | τα | εξτρεμαδουρικά | ||
| κλητική | εξτρεμαδουρικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξτρεμαδουρικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξτρεμαδουρικός στον πληθυντικό < Εξτρεμαδούρα
Ουσιαστικό
εξτρεμαδουρικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η διάλεκτος που μιλιέται στην Εξτρεμαδούρα της Ισπανίας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εξτρεμαδουρικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.