φιλιππινέζικα της κεντρικής Μπικόλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιλιππινέζικα της κεντρικής Μπικόλ <  δείτε τις λέξεις φιλιππινέζικα και Μπικόλ

Πολυλεκτικός όρος

φιλιππινέζικα της κεντρικής Μπικόλ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • κωδικός: bcl
  • Central Bikol στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

και

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.