καρατσάι μπαλκάρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καρατσάι μπαλκάρ < αγγλικά Karachay-Balkar Καρατσάι Μπαλκάρ
Ουσιαστικό
καρατσάι μπαλκάρ άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γλώσσα του Καυκάσου που ανήκει στις τουρκικές γλώσσες. Μιλιέται από τους Καρατσάι και τους Μπαλκάρ και γράφεται με το κυριλλικό αλφάβητο
Σημειώσεις
- κωδικός γλώσσας: krc
-
Καρατσάι στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.