παιχνίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παιχνίδι | τα | παιχνίδια |
| γενική | του | παιχνιδιού | των | παιχνιδιών |
| αιτιατική | το | παιχνίδι | τα | παιχνίδια |
| κλητική | παιχνίδι | παιχνίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παιχνίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παιγνίδι < παιγνίδιον < αρχαία ελληνική παίγνιον < παίζω < παῖς < πρωτοελληνική *pā́wits < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wids < *peh₂u-
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈxni.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐χνί‐δι
Ουσιαστικό
παιχνίδι ουδέτερο
- αντικείμενο ή δραστηριότητα ευχαρίστησης, διασκέδασης, ψυχαγωγίας και μερικές φορές, άσκησης και μάθησης
- → δείτε και τις λέξεις παίγνιο, παρτίδα και σπαζοκεφαλιά
- παιδιά / αθλοπαιδιά
- αγώνας, ματς, αθλητική αναμέτρηση
- ↪ Η λήξη του παιχνιδιού βρήκε τις δύο ομάδες ισόπαλες.
- χαρτοπαικτική παρτίδα
- σκορ
- ↪ Πόσο είναι το παιχνίδι;
- σύνολο βαθμών ή πόντων απαιτούμενων για να κερδηθεί ένας αγώνας
- ↪ Ποιο είναι το παιχνίδι;
- τακτική και στρατηγική σε παιγνίδι, τρόπος παιξίματος
- ↪ κάνει σκληρό παιχνίδι
- τέχνασμα, κόλπο, απάτη, εξαπάτηση
- ↪ παίζονται άσχημα παιχνίδια
- πλάκα, αστείο
- επιδίωξη, σκοπός
- κάτι πολύ εύκολο
- ↪ Κάτι τέτοια, για σένα θα είναι παιχνίδι.
- έρμαιο
Συνώνυμα
- άθυρμα (λόγιο ή μεταφορικά)
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
Σύνθετα
- βιντεοπαιχνίδι
- παιχνιδοκατασκευἠ
- παιχνιδοκονσόλα
- παιχνιδόκοσμος
- παιχνιδολογία
- παιχνιδομάγαζο
- παιχνιδότοπος
- παιχνιδοτράγουδο
- παιχνιδούπολη
- τηλεπαιχνίδι
- → δείτε τις λέξεις παίζω και παιδί
- Κατηγορία:Παιχνίδια στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Παιχνίδια (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
-
παιχνίδι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
παιχνίδι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.