σκορ
Νέα ελληνικά (el)

πίνακας όπου εμφανίζεται το σκορ σε αγώνες τένις του γηπέδου Γουίμπλεντον
Ουσιαστικό
σκορ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) οι βαθμοί που κερδήθηκαν ή τα τέρματα που επιτεύχθηκαν από κάθε ομάδα ενός αθλητικού αγώνα, το αποτέλεσμα του αγώνα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.