εξαπάτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαπάτηση οι εξαπατήσεις
      γενική της εξαπάτησης* των εξαπατήσεων
    αιτιατική την εξαπάτηση τις εξαπατήσεις
     κλητική εξαπάτηση εξαπατήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαπατήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαπάτηση < αρχαία ελληνική ἐξαπάτησις

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksaˈpa.ti.si/

Ουσιαστικό

εξαπάτηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.