κόλπο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κόλπο | τα | κόλπα |
| γενική | του | κόλπου | των | κόλπων |
| αιτιατική | το | κόλπο | τα | κόλπα |
| κλητική | κόλπο | κόλπα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόλπο < μεσαιωνική ελληνική κόλπο < ιταλική colpo < υστερολατινική colpus < λατινική colophus < colaphus < αρχαία ελληνική κόλαφος (αντιδάνειο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkol.po/
Ουσιαστικό
κόλπο ουδέτερο
- ο πονηρός εναλλακτικός τρόπος επίτευξης στόχου που δεν θα επιτυγχανόταν με τους συνηθισμένους τρόπους
- ο οργανωμένος εναλλακτικός τρόπος επίτευξης στόχου και εξαπάτησης
- (αργκό) ο πονηρός τρόπος επίτευξης στόχου και εξαπάτησης σε χαρτοπαιξία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.