επιδίωξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδίωξη οι επιδιώξεις
      γενική της επιδίωξης* των επιδιώξεων
    αιτιατική την επιδίωξη τις επιδιώξεις
     κλητική επιδίωξη επιδιώξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδιώξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιδίωξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιδίωξις[1] (συγχρονικά αναλύεται σε επι- + δίωξη)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈði.o.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιδίωξη

Ουσιαστικό

επιδίωξη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.