παιδιά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιδιά οι παιδιές
      γενική της παιδιάς των παιδιών
    αιτιατική την παιδιά τις παιδιές
     κλητική παιδιά παιδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παιδιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παιδιά (διασκέδαση)

Προφορά 1

ΔΦΑ : /pe.ðiˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παιδιά
τονικό παρώνυμο: παιδεία, παιδία

Ουσιαστικό

παιδιά θηλυκό

  1. ομαδικό παιχνίδι ή αθλοπαιδιά
  2. χαριτωμένος αστεϊσμός
    αυτό ειπώθηκε χάριν παιδιάς

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

παιδιά: κλιτικός τύπος

Προφορά 2

ΔΦΑ : /peˈðʝa/ με συνίζηση
τυπογραφικός συλλαβισμός: παιδιά

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παιδιά ουδέτερο



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παιδιᾱ́ αἱ παιδιαί
      γενική τῆς παιδιᾶς τῶν παιδιῶν
      δοτική τῇ παιδι ταῖς παιδιαῖς
    αιτιατική τὴν παιδιᾱ́ν τὰς παιδιᾱ́ς
     κλητική ! παιδιᾱ́ παιδιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιδιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  παιδιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιδιά, ήδη στον Αισχύλο (6ος, 5ος αιώνας) < (παίζω, *παίδ-jω) παιδ- + -ιά[1]

Ουσιαστικό

παιδιά θηλυκό

  1. το παιδικό παιχνίδι, και ιδιαίτερα το ομαδικό
  2. η διασκέδαση των παιδιών
  3. ευφυολόγημα, αστεϊσμός

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις παῖς και παίζω

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.