game
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
game
games
game
(en)
αγώνας
,
παιχνίδι
,
παρτίδα
σκορ
επιδίωξη
,
μέθοδος
,
τακτική
αστείο
,
καλαμπούρι
θήραμα
,
θύμα
Επίθετο
game
(en)
τολμηρός
,
θαρραλέος
Ρήμα
game
(en)
παίζω
,
χαρτοπαίζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.