τέχνασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέχνασμα τα τεχνάσματα
      γενική του τεχνάσματος των τεχνασμάτων
    αιτιατική το τέχνασμα τα τεχνάσματα
     κλητική τέχνασμα τεχνάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τέχνασμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέχνασμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈte.xna.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τέχνασμα

Ουσιαστικό

τέχνασμα ουδέτερο

  1. επινόηση, κόλπο, πονηριά, πανουργία
  2. (μαθηματικά) πιο εύκολη λύση προβλήματος

Συγγενικά

  • αντιτέχνασμα

 και δείτε τη λέξη τέχνη

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τέχνασμᾰ τὰ τεχνάσμᾰτ
      γενική τοῦ τεχνάσμᾰτος τῶν τεχνασμᾰ́των
      δοτική τῷ τεχνάσμᾰτ τοῖς τεχνάσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ τέχνασμᾰ τὰ τεχνάσμᾰτ
     κλητική ! τέχνασμᾰ τεχνάσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τεχνάσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  τεχνασμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τέχνασμα < τεχνάζω < τέχνη

Ουσιαστικό

τέχνασμα ουδέτερο

  1. έργο τέχνης, κομψοτέχνημα, τεχνούργημα
     συνώνυμα: τέχνημα
  2. τέχνασμα, απάτη, δόλος, πανουργία
      ἀλλὰ τοῦ μητροκτόνου / τεχνάσματ᾽ ἐστὶ ταῦτα καὶ πολὺς γέλως (Ευριπίδης, Ορέστης, 1559-1560)
      οἱ μὲν δή τινες λέγουσιν ὡς ταῦτα πάντα τεχνάσματα ἦν τῶν προεστηκότων (Ξενοφών, Ελληνικά, 6, 4, 7)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.