παιχνιδομάγαζο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παιχνιδομάγαζο τα παιχνιδομάγαζα
      γενική του παιχνιδομάγαζου των παιχνιδομάγαζων
    αιτιατική το παιχνιδομάγαζο τα παιχνιδομάγαζα
     κλητική παιχνιδομάγαζο παιχνιδομάγαζα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιχνιδομάγαζο < παιχνίδ(ι) + -ο- + μαγαζ(ί) + -ο

Ουσιαστικό

παιχνιδομάγαζο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.