εύκολος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εύκολος | η | εύκολη | το | εύκολο |
| γενική | του | εύκολου | της | εύκολης | του | εύκολου |
| αιτιατική | τον | εύκολο | την | εύκολη | το | εύκολο |
| κλητική | εύκολε | εύκολη | εύκολο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εύκολοι | οι | εύκολες | τα | εύκολα |
| γενική | των | εύκολων | των | εύκολων | των | εύκολων |
| αιτιατική | τους | εύκολους | τις | εύκολες | τα | εύκολα |
| κλητική | εύκολοι | εύκολες | εύκολα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εύκολος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εὔκολος < εὖ + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, γυρίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈef.ko.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐κο‐λος
Επίθετο
εύκολος, -η, -ο, συγκριτικός : ευκολότερος, υπερθετικός : ευκολότατος
- που επιτυγχάνεται ή επιλύεται χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια
- (για πρόσωπα, μεταφορικά) που δεν απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να προσεγγιστεί ερωτικά
Αντώνυμα
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ευκολ-
ευκολ-
|
ευκολο-, Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ευκολο- στο Βικιλεξικό όπως
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.